υδραγώγιον

υδραγώγιον
τὸ, ΜΑ
βλ. υδραγωγείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑδραγώγιον — aqueduct neut nom/voc/acc sg ὑ̱δραγώγιον , ὑδραγωγέω conduct imperf ind act 3rd pl (doric) ὑ̱δραγώγιον , ὑδραγωγέω conduct imperf ind act 1st sg (doric) ὑδραγωγέω conduct imperf ind act 3rd pl (doric) ὑδραγωγέω conduct imperf ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδραγωγίοις — ὑδραγώγιον aqueduct neut dat pl ὑδραγωγέω conduct pres opt act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδραγωγίου — ὑδραγώγιον aqueduct neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδραγωγίων — ὑδραγώγιον aqueduct neut gen pl ὑδραγωγέω conduct pres part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδραγώγια — ὑδραγώγιον aqueduct neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • водоваждѧ — ВОДОВАЖД|Ѧ (3*), Ѣ ( А) с. Труба или канава для орошения; оросительный канал: Аще близь села твоего вдоваж(д)е [вм. водоважде] послѣдоуѥть молчально таковѣи работѣ. си˫а ѡбнавлѩти строу˫а. (ὑδραγώγιον) КР 1284, 322г; на ѡбновлениѥ водоваж(д)i.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • υδραγωγείο — Σύστημα αγωγών που προορίζονται να μεταφέρουν νερό από άλλη περιοχή σ’ εκείνην της κατανάλωσης. Η ανάγκη μεταφοράς νερού από τις πηγές στα κατοικημένα κέντρα υπήρξε αισθητή από την προϊστορία. Ανάμεσα στα αρχαιότερα έργα του είδους, των οποίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”